- καλλίφθογγος
- -η, -ο (Α καλλίφθογγος, -ον)αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)*+ -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ-φθογγος, οξύ-φθογγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίφθογγος — beautiful sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίφθογγον — καλλίφθογγος beautiful sounding masc/fem acc sg καλλίφθογγος beautiful sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιφθόγγοις — καλλίφθογγος beautiful sounding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιφθόγγους — καλλίφθογγος beautiful sounding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίφθογγα — καλλίφθογγος beautiful sounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek